- ὁμόψῡχος
- ὁμό-ψῡχος, einmütig, einträchtig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ομόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁμόψυχος, ον) αυτός που έχει τα ίδια συναισθήματα, ομόθυμος αρχ. προικισμένος με την ίδια ψυχή. επίρρ... ομοψύχως και ομόψυχα (Α ὁμοψύχως) με μία ψυχή, με μία γνώμη, με ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ισό ψυχος … Dictionary of Greek
ομόψυχος — η, ο αυτός που έχει την ίδια ψυχική διάθεση, την ίδια γνώμη. Ουσ. ομοψυχία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομοψυχώ — ὁμοψυχῶ, έω (Α) [ομόψυχος] είμαι ομόψυχος, έχω σύμπνοια με κάποιον … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοψυχία — η (Α ὁμοψυχία) [ομόψυχος] ομοθυμία, ομοφροσύνη, σύμπνοια, ομόνοια … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ԱՆՁՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0193 Chronological Sequence: 5c, 12c ա. ὀμόψυχος unanimis Համաշունչ. համակամ. մէկ սիրտ՝ մէկ հոգի. *Եղեաք միոյն՝ մի, որք Երրորդութեանն եմք կամակիցք եւ անձնակիցք. Առ որս. ՟Ժ՟Գ: *Հաւատացեալքն ընդ ամենայն աշխարհ անձնակիցք եւ եղբարք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՄԱՇՈՒՆՉ — (շնչի, ից, կամ ոյ, ոց.) NBH 2 0019 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա. ὀμόψυχος, ἱσόψυχος unanimis, concors, ejusdem animae, conjunctissimus. Որ ունի մի սիրտ կամ շունչ եւ հոգի ընդ այլում. համամիտ. համակամ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԻԱՇՈՒՆՉ — ( ) NBH 2 0271 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. ὀμόψυχος unanimis, concors. Ուր իցէ մի սիրտ եւ մի հոգի. համաշունչ. հոմաշունչ. միասիրտ. *Միաշունչ հրամայեմ լինել ամենեցուն: Միաբանութեամբ միաշունչ լինել: Միաշունչք՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)